φτ(ε)ιάσιμο

φτ(ε)ιάσιμο
το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτ(ε)ιάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ- τού αορ. έ-φτειασ-α τού φτειάνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. ψήσ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοήθεια — η (Μ καλοήθεια) [καλοήθης] η ιδιότητα τού καλοήθους, χρηστότητα ηθών, αγνότητα, αγαθότητα, καλός χαρακτήρας ||νεοελλ. ιατρ. (για νόσους και όγκους) το να μην έχει μοιραία έκβαση, το ιάσιμο …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάξιμο — το, Ν φτ(ε)ιάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειαξ τού αορ. έ φτειαξ α τού ρ. φτειάχνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο, ψάξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάση — η, Ν φτ(ε)ιάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού φτειάνω / φτειάχνω + κατάλ. η (πρβλ. βράσ η)] …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιασιά — η, Ν φτ(ε)ιάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού ρ. φτειάνω / φτειάχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ιάσιμος — η, ο θεραπεύσιμος: Ιάσιμο νόσημα ή τραύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”